Page 243 - Αντικρίζοντας την Ελευθερία!
P. 243

για τη στρατιωτική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων με σκοπό τη βίαιη καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης. Και μόνο η ανακοίνωση της πρόθεσης των Δυνάμεων να προχωρήσουν προς αυτή την κατεύθυνση θα είχε κατά πάσα πιθανότητα καταφέρει μη αναστρέψιμο πλήγμα στην Επανάσταση, καθώς οπωσδήποτε θα είχε δραστικά αποθαρρύνει τους εξεγερμένους Έλληνες και θα είχε αποτρέψει πολλούς άλλους από το να πυκνώσουν τις τάξεις των επαναστατών. Η παρασκηνιακή συμβολή του Ιωάννη Καποδίστρια, υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, υπήρξε καθοριστική και οπωσδήποτε ευεργετική για τους σκοπούς της Επανάστασης.2
Η απροθυμία των Δυνάμεων να εμπλακούν ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στη χρονικά παράλληλη περίπτωση των εξεγέρσεων στην Ιταλική χερσόνησο, έδωσε πολύτιμο χρόνο στους Έλληνες να εδραιώσουν τη θέση τους. Παράλληλα, η είδηση των σφαγών εναντίον χριστιανών αμάχων και του απαγχονισμού του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη σε αντίποινα για την εκδήλωση της Επανάστασης, προκάλεσε την πρώτη μείζονα διπλωματική παρέμβαση της Ρωσίας, η οποία αξίωσε από την Υψηλή Πύλη να παύσει άμεσα τους διωγμούς εις βάρος των χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η άρνηση του σουλτάνου να απαντήσει στο ρωσικό τελεσίγραφο επιδείνωσε δραματικά τις ρωσοτουρκικές σχέσεις. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α ́ διέταξε την ανάκληση του Ρώσου πρεσβευτή από την Κωνσταντινούπολη. Αυτή η εξέλιξη, μολονότι δεν είχε ως αποτέλεσμα έναν ρωσοτουρκικό πόλεμο, υποχρέωσε εντούτοις την Υψηλή Πύλη να διατηρεί ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στα σύνορα με τη Ρωσία, μέρος των οποίων θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την καταστολή της Επανάστασης. Και σε αυτή την περίπτωση η συμβολή του Καποδίστρια στη διαμόρφωση της ρωσικής στάσης υπήρξε καθοριστική. Ο ίδιος, ωστόσο, αδυνατώντας να πείσει τον τσάρο Αλέξανδρο Α ́ να υιοθετήσει μια ακόμα αποφασιστικότερη πολιτική έναντι της αυτοκρατορίας του σουλτάνου, σύντομα επέλεξε το δρόμο της αποχώρησης από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας.3
Η παραίτηση του Καποδίστρια πραγματοποιήθηκε λίγο πριν από τη σύγκληση του Συνεδρίου της Βερόνας (Οκτώβριος 1822), το οποίο θα εξέταζε και πάλι το Ελληνικό ζήτημα κάτω από το φως των περιπλοκών που είχε προκαλέσει στις ρωσοτουρκικές σχέσεις. Η Υψηλή Πύλη αρνήθηκε την πρόσκληση συμμετοχής στις εργασίες του Συνεδρίου, υποστηρίζοντας ότι η Επανάσταση αποτελούσε εσωτερικό της ζήτημα και επομένως δεν ενέπιπτε στη δικαιοδοσία των Μεγάλων Δυνάμεων. Η φωνή των Ελλήνων δεν στάθηκε δυνατό να ακουστεί στο Συνέδριο, καθώς η ελληνική αντιπροσωπεία –έπειτα από την άρνηση των παπικών αρχών να της επιτρέψουν τη συνέχιση του ταξιδιού της από την Ανκόνα– δεν μπόρεσε να φθάσει καν στη Βερόνα. Το μόνο που κατόρθωσε η ελληνική πλευρά ήταν να αποστείλει στα μέλη του Συνεδρίου ένα υπόμνημα, στο οποίο οι επαναστάτες υπογράμμιζαν, μεταξύ άλλων, την αταλάντευτη βούλησή τους να μην αναγνωρίσουν καμία απόφαση για την τύχη τους που δεν θα είχε την έγκρισή τους. Η ενέργεια αυτή εξόργισε πολλούς από τους συνέδρους, οι οποίοι ήταν αντίθετοι στην προοπτική της πλήρους πολιτικής χειραφέτησης των επαναστατημένων Ελλήνων.
Η απόρριψη του αιτήματος των επαναστατών να εκθέσουν αυτοπροσώπως τις απόψεις τους προδιάγραφε τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη του Συνεδρίου της Βερόνας σκόπευαν να τοποθετηθούν απέναντι στην Επανάσταση. Η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία του Metternich –έπειτα από την αποχώρηση από τη διπλωματική κονίστρα του Καποδίστρια, η παρουσία του οποίου θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αποτελεσματικό αντίβαρο στην πολιτική του Αυστριακού καγκελάριου– δεν άφηνε πολλά περιθώρια αμφιβολιών για το τελικό αποτέλεσμα. Το Συνέδριο κατέληξε στην απόφαση της καταδίκης της Ελληνικής Επανάστασης, όπως συλλήβδην και όλων των υπολοίπων επαναστατικών κινημάτων στην Ιβηρική και στην Ιταλική χερσόνησο. Ταυτόχρονα, έθεσε τους προκαταρκτικούς όρους για την επανάληψη των ρωσοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων.4
Οι αποφάσεις του Συνεδρίου της Βερόνας έμοιαζαν να αποτελούν θρίαμβο των Δυνάμεων που δεν επιθυμούσαν την επικράτηση της Ελληνικής Επανάστασης. Στις αρχές του 1823 η ελληνική υπόθεση
2. Γρηγόριος Δαφνής, Ιωάννης
Α. Καποδίστριας. Η γένεση του ελληνικού κράτους, Ίκαρος, Αθήνα 1976, σ. 390-403· Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, «Ο Καποδίστριας στο Λάυμπαχ. Δύο σύγχρονες μαρτυρίες», Τετράδια «Ευθύνης», 5, 1978, σ. 136- 147· Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κατακτώντας την ανεξαρτησία. Δέκα δοκίμια για την Επανάσταση του 1821, Πατάκης, Αθήνα 2010, σ. 111-147.
3. Édouard Driault & Michel Lhérit- ier, Histoire diplomatique de la Grèce
de 1821 à nos jours, τ. 1, Presses Universitaires de France, Παρίσι 1925, σ. 139-151· Chris M. Woodhouse, Cap- odistria. The founder of Greek independ- ence, Oxford University Press, Λονδίνο/ Νέα Υόρκη/Τορόντο 1973, σ. 238-279· John Capodistrias, Letter to the Tsar Nicholas I, Doric, Λονδίνο/Αθήνα
1977, σ. 106-123· Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. 1, Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 1976, σ. 66-83· Κώστας Δαφνής (επιμ.), Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. 6, Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 1984, σ. 223-227, 243-244· Δαφνής, Ιωάννης Α. Καποδίστριας, σ. 407-423.
4. Foreign Office, British and foreign state papers, 1822-1823, τ. 10, Ridg- way, Λονδίνο 1850, σ. 1021-1022· Driault & Lhéritier, Histoire diploma- tique, τ. 1, σ. 187-193· Θεόδωρος Χριστοδουλίδης, Διπλωματική ιστορία τριών αιώνων, τ. 2, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 31997, σ. 48-52, 59.
Η Ελληνική Επανάσταση και η ευρωπαϊκή διπλωματία 243
 






















































































   241   242   243   244   245